- ἐμπιπλᾶται
- ἐμπίπλημιpres subj mp 3rd sg (doric)ἐμπίπλημιpres subj mp 3rd sgἐμπίπλημιpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐμπίπλαται — ἐμπίπλημι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
насытити — НАСЫ|ТИТИ (22), ЩОУ, ТИТЬ гл. 1. Наполнить: а ѹбогыи хлѣба не имать чимь чрѣво насытити. (χορτοσαι) СбТр XII/XIII, 15 об.; свое(˫а) ѹтробы не мощи насытити. (ἐμπλῆσαι) ЖВИ XIV–XV, 48а; || перен.: И таковыи пакы. тьмы себе насытить. и приходѧщихъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πολυφάνταστος — η, ο / πολυφάνταστος, ον, ΝΑ αυτός που προκαλεί μεγάλη εντύπωση στη φαντασία, που καταπλήσσει τη φαντασία («σκότος ἐμπίπλαται πολυφαντάστων εἰδώλων χαλεπὰς μὲν ὄψεις οἰκτρὰς δὲ φωνὰς ἐπιφερόντων», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που διαθέτει μεγάλη… … Dictionary of Greek